- ανόργανος
- -η, -ο (Α ἀνόργανος, -ον)ο δίχως όργανα ή εργαλείανεοελλ.1. αυτός που γίνεται ή εκτελείται χωρίς ειδικά όργανα («ανόργανη γυμναστική»)2. αυτός που δεν προέρχεται από ζωντανή ύλη (οξυγόνο, υδρογόνο και κυρίως άνθρακα) («ανόργανες ενώσεις» — οι ενώσεις όλων των χημικών στοιχείων εκτός του άνθρακα)αρχ.φρ. «ἀνόργανος κίνησις» — αποδίδεται στην κίνηση των ερπετών τα οποία, αν και δεν έχουν πόδια, μπορούν να προχωρούν.
Dictionary of Greek. 2013.